- ιλαρχία
- ἰλαρχία, ἡ (Α) [ίλαρχος]ίλη οκτώ ελεφάντων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰλαρχία — ἰλαρχίᾱ , ἰλαρχία contingent of eight elephants fem nom/voc/acc dual ἰλαρχίᾱ , ἰλαρχία contingent of eight elephants fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλαρχίαις — ἰλαρχία contingent of eight elephants fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιλαρχία — η στρ. μονάδα τού ελληνικού ιππικού στο παρελθόν, δύναμη ίση προς μισή ίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ιλαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek